Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Life-Giving Thorns

He placed me as a crown on a beautiful earth
I filled it with thorns dirt, blood and death
Thorns of metal
Thorns of wood
Thorns of my heart
nail and wound.

I placed the thorns a crown upon his head
Bleeding he gave me life, grabbed me from the dead
Blood on my hands
Blood in his eyes
Blood in that cup
Tells me to rise

A crown is this city, the holy and clean
The glory of the Lamb makes thorns but a dream
Light of that place
Light of my dress
Light of His glory
Eternally blessed

ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ

Όλη η οικογένεια βρισκόταν  γύρω του, συνωστισμένη στα λίγα πλαστικά καθίσματα έξω από το θάλαμο του νοσοκομείου. Όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν και όχι άδικα. Πάντα βρισκόταν δίπλα τους, να ακούσει κάθε χαρά και κάθε πρόβλημα. Πάντα είχε να τους δώσει αυτό που χρειάζονταν. Τα παιδιά του έπαιρναν τις πολύτιμες, σοφές συμβουλές του. Στα εγγόνια του ακόμα και σήμερα είχε να τους δώσει δώρα από κάθε γωνιά της γης ή να μοιραστεί τις περιπέτειες του με απίστευτη λεπτομέρεια που θα τα κρατούσε για ώρα στη θέση τους με το στόμα ανοιχτό ή και ξύπνια όλο το βράδυ κάτω από τα σκεπάσματα. Όσοι τον είχαν ακούσει να μιλά στη γειτονιά τον έλεγαν σοφό. Κάποιοι που ήξεραν τι είχε κάνει στη γειτονιά τον έλεγαν άγιο. Το πρόσωπό του ήταν πάντα γαλήνιο και απορούσαν αν ήταν ικανό μόνο το χαμόγελό του να του χαρίσει τόσες ρυτίδες.

Ήταν τόσο αγαπητός στους δικούς του που κανείς δε σκέφτηκε δεύτερη φορά αν θα βρίσκεται δίπλα του αυτή την ώρα. Φοβόντουσαν ότι η καρδιά του δε θα άντεχε τα νέα. Μέσα στο θάλαμο βρισκόταν το άτομο που ήξεραν πως αγαπούσε περισσότερο από οποιονδήποτε στον κόσμο. Δεν υπήρχε φωτογραφία που να τους έχει χωριστά. Σε κάθε ταξίδι ήταν δίπλα του. Σε κάθε ιστορία που έλεγε τον άκουγε και αυτή, έτοιμη να συμπληρώσει ευχάριστα στιγμιότυπα και να διορθώσει τις υπερβολές που έκαναν τις περιπέτειές τους ακόμα ποιο τρομερές στα αυτιά των εγγονών τους. Την αγαπούσε. Για κάθε στιγμή μαζί της ευχαριστούσε τον Θεό. Για κάθε πρωί που ξυπνούσε δίπλα της και κάθε βράδυ που έπεφταν μαζί. Οι αναμνήσεις μαζί της ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός  του. Μα τώρα ο θησαυρός του πονούσε.

Ο ήχος της πόρτας που ανοίγει έστρεψε αμέσως κάθε βλέμμα στον γιατρό που βγήκε από τον θάλαμο. Μίλησε πολύ σιγά για να τον ακούσει αλλά η αντίδραση της οικογένειας ήταν δυνατή. Τώρα όλοι στράφηκαν να δουν αυτόν. Το πρόσωπό του δεν άλλαξε και αυτό τους φόβισε περισσότερο. Ίσως αν κάποιος κρατούσε το χέρι του να ένοιωθε την αντίδρασή του. Ίσως αργότερα να τον παρηγορούσε μια αγκαλιά, να έκλαιγε σε ένα ώμο και κάποια χέρια να σκούπιζαν τα δάκρυά του. Ίσως. Αλλά ποιος ; Αφού ο λόγος των δακρύων του, αν αυτά όντως έπεφταν, ήταν πως αυτά τα χέρια, αυτό τον ώμο, αυτή την αγκαλιά, αυτό το κράτημα τα είχε  πια χάσει. Τώρα τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να κάνει παρά να μείνει ανέκφραστος . Γύρισε μόνο να πει σε όποιον τον άκουγε.

-Θα ήθελα να πάω σπίτι τώρα.

Άφησε τον γιο του να κανονίσει ποιοι θα μείνουν και ποιοι θα γυρίσουν πίσω . Σε μια στιγμή βρισκόταν να  κοιτά τον κόσμο να απομακρύνεται γρήγορα πίσω από το παράθυρο του αμαξιού. Σε άλλη μια ο κόσμος έσβησε έξω από την πόρτα του σπιτιού του που έκλεισε. Το σπίτι του ήταν γεμάτο με κάθε λογής ενθύμια από τα αμέτρητα ταξίδια τους. Βημάτισε προς τη βιβλιοθήκη η οποία έπιανε ένα ολόκληρο δωμάτιο. Ήταν πάντα περήφανος για τη συλλογή των βιβλίων του. Τα είχε μαζέψει με πολύ κόπο. Καθώς περνούσε δίπλα τους, έφερε τα δάχτυλά του στις πλάτες τους. Κάθε βιβλίο και μια ανάμνηση, κάθε ανάμνηση και αυτή εκεί. Διάβαζαν μαζί, συζητούσαν μαζί, διαφωνούσαν μαζί. Την έβλεπε και πάντα τα φωτεινά μάτια της έτρεφαν μια φλόγα μέσα του, μια επιθυμία να αρπάξει το χέρι της και να φύγουν μαζί σε ένα μέρος χωρίς όνομα. Κατευθύνθηκε προς το κεντρικό ράφι. Εκεί βρισκόταν μια μεγάλη υδρόγειος με αμέτρητες πινέζες επάνω. Την κράτησε προσεκτικά. Δεν ήταν βαριά και την πήρε μαζί του καθώς άλλαζε κατεύθυνση προς την κρεβατοκάμαρά τους. Πριν βγει όμως κοντοστάθηκε στην πόρτα. Πόσα χρόνια πέρασαν με τους δυο τους ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, αναρωτήθηκε. Εδώ διάλεγαν τους προορισμούς τους από εδώ αναχωρούσαν και πάντα εδώ επέστρεφαν. Ήταν το καταφύγιό τους. Τώρα όμως ήταν σαν ξένος μέσα σε ένα αποπνικτικά ακίνητο και ήσυχο δωμάτιο. Λες και τίποτα δεν του ανήκε ούτε του επιτρεπόταν να ακουμπήσει. Τον τρόμαζε αυτή η αλλαγή. Τελικά δεν ήταν ούτε το δωμάτιο, ούτε τα ράφια, ούτε τα βιβλία, ούτε καν οι αναμνήσεις μέσα σε αυτό το χώρο που του έδιναν αυτή την ειρήνη και πληρότητα που αισθανόταν κάθε φορά που έμπαινε . Ήταν ο σκοπός που έδινε  νόημα σε κάθε ένα από αυτά ακόμα και στο δωμάτιο το ίδιο. Ήταν η παρουσία της που το μετέτρεπε σε καταφύγιο. Ήταν εκείνη που έδινε ζωή και αξία στις αναμνήσεις του και τις έκανε θησαυρό. Ζούσε μέχρι τώρα χωρίς να σκεφτεί ότι μια μέρα ο σκοπός όλων αυτών όντας θνητός θα έπαιρνε μαζί ότι είχε χτίσει για χάρη του.  Έσβησε τα φώτα και το δωμάτιο έσβησε και αυτό. Τα ράφια γέμισαν με σκιές. Στη μνήμη του αυτό το δωμάτιο ποτέ δεν ήταν σκοτεινό, είχε το δικό του φως. Τη δική του ζεστασιά. Τώρα τίποτα εκεί μέσα δεν ήταν δυνατό να ρίξει φως, τίποτα δεν ήταν αληθινό, τίποτα δεν είχε ζωή πια. Φαντάστηκε όλες αυτές τις σελίδες να πετούν στον αέρα, όλο το δωμάτιο να γίνεται σκόνη και να χάνεται στο χρόνο και τράβηξε με δυσκολία τη συρόμενη πόρτα. Για πρώτη φορά γύρισε το κλειδί με ένα δυνατό τρίξιμο. Δεν έβρισκε νόημα σε αυτό το μέρος πια. Γύρισε την πλάτη του νοιώθοντας φτωχός και προχώρησε. 

Με αργά βήματα έφτασε στο κρεβάτι τους. Έπεσε σαν να κρατούσε ένα πραγματικό κόσμο. Κουλουριάστηκε γύρο από τη γη του . Έκλεισε τα μάτια και ταξίδεψε.

Βρέθηκε να περπατά σε ένα ηλιόλουστο δασάκι. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα καλάθι και στο άλλο ένα μεγάλο κουτί σε περιτύλιγμα δώρου.

-Τι άλλο έφερες; Στο πικνίκ τρώμε ελαφρά δε στρώνουμε φαγοπότι! Είπε μια γνώριμη φωνή.

Γύρισε και είδε την ομορφότερη νέα που είχε αντικρίσει ποτέ του.

-Θα δεις, αγάπη μου, κάνε υπομονή. Την καθησύχασε.

Μπορούσε να διακρίνει μια ανυπομονησία ανάμικτη με απογοήτευση. Την είχε αφήσει να πιστεύει πως είναι μεγάλη μέρα και πως είχε μια σημαντική ανακοίνωση να της κάνει. Η παρουσία του πακέτου όμως αποθάρρυνε τις προσδοκίες της. Μάλλον κάποια εφεύρεση είναι πάλι, σκέφτηκε και ήλπισε αυτή τη φορά η κατασκευή να μην πάρει φωτιά πάνω στο φαγητό τους .

Αφού βρήκαν ένα όμορφο μέρος γευμάτισαν. Το κουτί όμως παρέμενε κλειστό.

-Άντε λοιπόν δείξε μου τι έχεις μέσα στο κουτί! Του είπε.
-Είσαι σίγουρη; Την ρώτησε με προσποιητή σοβαρότητα.
- Απόλυτα. Του απάντησε στον ίδιο τόνο.
-Εντάξει λοιπών.

Σηκώθηκε, ξετύλιξε το κουτί,  γονάτισε, της το πρόσφερε και τη ρώτησε χαμογελαστός.

-Θα με παντρευτείς ;

Οι αρχικές προσδοκίες της είχαν βγει αληθινές!

-Μα τι το ήθελες τόσο μεγάλο κουτί; ρώτησε χαρούμενη. Αφού σου είπα δεν μου αρέσουν τα μεγάλα διαμάντια;

-Άνοιξε και θα δεις.

Το πήρε στα χέρια της, το άνοιξε και μέσα βρισκόταν μια υδρόγειος.

-Τι είναι αυτό; Ποιος κάνει πρόταση γάμου με υδρόγειο;

-Είναι μια πρόσκληση. Ή προειδοποίηση αν θες. Αν δεχθείς την πρότασή μου θα γυρίσουμε όσα μέρη είναι εκεί πάνω.

Τον κοίταξε με το μυστικό τους χαμόγελο και εκείνος ήξερε την απάντηση.

Και η φλόγα του φούντωσε περισσότερο.

Όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν μόνος στο κρεβάτι αγκαλιά με τη φθαρμένη από τον καιρό υδρόγειο.

-Θεέ μου, σ ’ευχαριστώ! Ψέλλισε. Για όσα μου χάρισες και όσα μου πήρες. Σε ευχαριστώ γιατί εσύ είσαι ο πλούτος στη ζωή μου.

Τα ξανάκλεισε. Δεν ήθελε άλλο να κρατά τον κόσμο και καθώς γλιστρούσε από τα χέρια του, γλιστρούσε και αυτός. Κοιμήθηκε.

Τώρα περπατά μέσα σε μια πόλη. Το βήμα του σταθερό και σίγουρο τον κατευθύνει ανάμεσα από τα τόσο όμορφα κτήρια της πόλης σε κάποιο που πρόκειται να επισκεφτεί για πρώτη φορά. Όπως κάθε άλλος πολίτης εδώ, έτσι και αυτός θα περάσει από αυτό, κάτι που περίμενε από όταν ήρθε. Στο χέρι του κρατά τη διεύθυνση όπου και κατευθύνεται. Επάνω υπάρχει άλλη μία λέξη: Θησαυροφυλάκιο.

Πλησίασε γρηγορότερα από ότι περίμενε. Μπροστά του ορθώθηκε ένα μεγαλόπρεπο κτήριο που η κορυφή του χανόταν στο φως του ουρανού. Η πόρτες του άνοιξαν πριν σκεφτεί πως ίσως είναι κλειστές. Επάνω τους μπορούσε να δει σκαλισμένες τις εικόνες τεσσάρων ζώων, που φαίνονταν σαν να φρουρούν κάτι πολύτιμο. 

Καθώς προχώρησε,  βρέθηκε μέσα σε κάτι που έμοιαζε με γιγαντιαίων διαστάσεων ξενοδοχείο. Στο ισόγειο μπορούσε να δει από το αίθριο και τους επάνω ορόφους. Σε κάθε ένα από αυτούς υπήρχαν δωμάτια, όπως ενός ξενοδοχείου όπως το ήξερε, με τη μόνη διαφορά στις πόρτες. Αυτές ήταν μεγάλες σαν αυτές στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών.  Τα πάντα εκεί μέσα έδειχνα σοβαρά και έκανε ησυχία όπως θα έκανε αν έμπαινε σε μια βιβλιοθήκη.

Κάποιος τον πλησίασε και τον οδήγησε πρόσχαρα στο δικό του δωμάτιο.

Η πόρτα άνοιξε και τον έλουσε μια ζεστασιά πριν βρεθεί μπροστά σε ένα αστραφτερό δωμάτιο. Περίμενε να αντικρίσει κάτι εντελώς καινούριο αλλά του φάνηκαν όλα ιδιαίτερα οικία. Τα μάτια του έτρεξαν με απορία στο δωμάτιο του θησαυρού του. Αναγνώρισε ένα δωμάτιο που ο ίδιος είχε φτιάξει. Θυμήθηκε τη σειρά των ραφιών που κάποτε είχε στήσει. Κάτι όμως ήταν διαφορετικό. Κάτι έλειπε από γύρω του που χαρακτήριζε το δωμάτιο πάντα και δεν το είχε προσέξει ποτέ. Δεν υπήρχε λάθος, δεν υπήρχε φθορά, δεν υπήρχε θάνατος. Τώρα του ήταν ξεκάθαρο. Πήγε κοντά στα ράφια και πρόσεξε πως δεν υπήρχαν πια τα βιβλία του αλλά φιάλες φτιαγμένες από χρυσό. Μια όμορφη σειρά από μικρά μπουκαλάκια, αραιά τοποθετημένα κοσμούσε κάθε ράφι.  Συνειδητοποίησε πως όλα όσα φυλάσσονταν εδώ είχαν μεγάλη αξία. Πήρε το τελευταίο από τη σειρά. Κοίταξε μέσα του. Μια μεθυστική  μυρωδιά θυμιάματος αναδύθηκε και ξαφνικά από τον πάτο  κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Μια φωνή, η δική του φωνή, σαν ηχογραφημένη να λέει: 

-Θεέ μου, σ ’ευχαριστώ!

Αναγνώρισε την προσευχή του με θαυμασμό. Κοιτώντας ανάμεσα στις φιάλες πρόσεξε πως υπήρχε και μια υδρόγειος ανάμεσά τους. Ξαφνιάστηκε και την πήρε και αυτή στα χέρια του να την περιεργαστεί. Επάνω της υπήρχαν διάφορες πινέζες. Κοίταξε ένα μέρος. Ακουμπώντας το θυμήθηκε αμέσως πως είχε βρεθεί σε ένα βαγόνι μαζί με άλλους δύο και ταξίδευε. Αυτός αρχικά κοιμόταν αλλά ξύπνησε από τη ζωηρή κουβέντα των συνταξιδιωτών του. Μία γνώριμη νεαρή μιλούσε για τη ζωή της, ή μάλλον για το τι είχε αλλάξει τη ζωή της, σε ένα νέο παιδί που φαινόταν να δείχνει ενδιαφέρον. Θυμήθηκε πως αρχικά ενοχλήθηκε που είχε ξυπνήσει και ήθελε να συνεχίσει να κάνει πως κοιμάται. Όμως λίγα λεπτά μετά , και αφού η συζήτηση δεν έλεγε να τελειώσει, σκέφτηκε να μπει και αυτός στη κουβέντα. Και η δική του ζωή είχε αλλάξει και, το ποιο σημαντικό, η ζωή του παιδιού σε λίγο θα άλλαζε και αυτή.

Είχε έρθει η ώρα να φύγει. Κοίταξε το δωμάτιο του θησαυρού του με μια αίσθηση ειρήνης και πληρότητας. Όλα εδώ μέσα ανέδυαν  ένα δικό τους φως ποιο πραγματικό από κάθε άλλη φορά. Όλα εδώ είχαν ένα συγκεκριμένο σκοπό, έναν αληθινό και ζωντανό σκοπό.  Δεν πίστευε ποτέ πως θα είχαν τέτοια αξία ώστε να φυλάσσονται εδώ και μάλιστα τιμητικά.
Όμως ήταν αυτά που είχαν μια μυρωδιά αιώνιου μέσα σε ένα κόσμο θνητό.